...

...

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Λιτότητα; Υπάρχει κι άλλος δρόµος - Το ελληνικό ∆ηµόσιο να γίνει παραγωγικό

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗ*

Κάθε κρίση δίνει την ευκαιρία στον αναστοχασµό και στη δηµιουργία νέων εργαλείων για την ερµηνεία των κοινωνικών καταστάσεων. 
∆υστυχώς η ελληνική κρίση δεν έχει κατορθώσει να ενεργοποιήσει ακόµη εκείνες τις πνευµατικές και πολιτικές δυνάµεις, οι οποίες θα µπορούσαν να ερµηνεύσουν µε νέο τρόπο τις χρόνιες αδυναµίες του ελληνικού κοινωνικού σχηµατισµού. Για παράδειγµα, καθηµερινά στη βάση µιας εργαλειακής αντίληψης της αντίθεσης κρατισµός - αντικρατισµός, γινόµαστε µάρτυρες είτε της ολικής απαξίωσης του δηµόσιου τοµέα και του κράτους είτε της άρνησης να αλλάξει οτιδήποτε στο ∆ηµόσιο.
Ως κρατισµός εκλαµβάνεται οτιδήποτε ανήκει στο ∆ηµόσιο. Αλλά στην ουσία κρατισµός δεν είναι τίποτα άλλο από την ιδιωτική εκµετάλλευση (κυρίως από τις συντεχνίες) του δηµόσιου χώρου. Ως αντικρατισµός θεωρείται η πίστη στην ανάγκη ιδιωτικοποίησης του ∆ηµοσίου. Αλλά κυρίως είναι µια διαδικασία εµπιστοσύνης στο δηµόσιο όφελος που µπορεί να προκύπτει από τη δραστηριότητα της κοινωνίας των πολιτών. Τα δυο ρεύµατα στην ουσία βρίσκονται πολύ κοντά, ακόµη και όταν δεν το συνειδητοποιούν.
Η κρίση έκανε πολλούς πρώην κρατιστές να οµνύουν σήµερα στον αντικρατισµό και πολλούς αντικρατιστές, οπαδούς της αυτοελεγχόµενης αγοράς, να αισθάνονται δικαιωµένοι (ξεχνώντας βεβαίως πως η κρίση στην Ιρλανδία, αλλά και στις ΗΠΑ είναι απότοκο αυτής ακριβώς της αντίληψης). Ετσι, σήµερα, διάφοροι προτείνουν από τη δραστική µείωση του δηµόσιου τοµέα έως την κατάργησή του. Τέτοιες προτάσεις είναι απότοκο της ευκολίας µε την οποία επιδιώκουµε να µεταφράσουµε τις κοινωνικές εξελίξεις. ∆εν είναι τυχαίο που σ’ αυτό το ερµηνευτικό πλαίσιο η συζήτηση αναλώνεται στο κατά πόσο πρέπει να µειωθεί ο δηµόσιος τοµέας. Όχι στο πώς µπορεί να εξορθολογιστεί ο τρόπος λειτουργίας του και η χρησιµοποίηση του ανθρώπινου δυναµικού του. 
Λογικές που θεωρούν ότι η µείωση του ∆ηµοσίου είναι πανάκεια δεν κατανοούν πως ακόµη και ο µισός δηµόσιος τοµέας, αν εξακολουθήσει να λειτουργεί όπως σήµερα, χωρίς αξιολόγηση, σύνδεση αµοιβών και προσφοράς, µε σαφείς στόχους και χρονοδιαγράµµατα, το κόστος του θα αυξάνεται αφού θα µειώνεται περαιτέρω η αποτελεσµατικότητά του. Γιατί το υψηλό του κόστος οφείλεται πρωτίστως στην αντιπαραγωγικότητά του και δευτερευόντως στη µισθολογική επιβάρυνση. Ενώ π.χ. στη Σουηδία, µε πολύ περισσότερους δηµοσίους υπαλλήλους, το ∆ηµόσιο λόγω της ορθολογικής του διαχείρισης συµβάλλει στη συνολική αύξηση της παραγωγικότητας της χώρας. 
Από την άλλη, αν δεν γίνει τίποτα και το σηµερινό ∆ηµόσιο παραµείνει ως έχει, τότε το ίδιο δεν θα µπορέσει να επιτελέσει την κύρια λειτουργία του, η οποία δεν είναι άλλη από την εφαρµογή πολιτικών κατά των ανισοτήτων. Ακριβώς σ’ αυτή τους τη λειτουργία απέτυχαν ο δηµόσιος τοµέας και το ελληνικό κοινωνικό κράτος. Ακολουθώντας το µοντέλο της οικονοµικής ανάπτυξης στη βάση της διόγκωσης των δαπανών, το ελληνικό κοινωνικό κράτος στηρίχτηκε στη χρηµατοδότηση των τοµέων πρόνοιας και όχι στην ανάπτυξη της δυναµικής των υπηρεσιών τους. Στην Ελλάδα η αντιµετώπιση των ανισοτήτων επιδιώχθηκε να γίνει µέσα από χρηµατικές µεταβιβάσεις. Έτσι όµως, απ’ τις όποιες παροχές επωφελούνται αυτοί που έχουν λιγότερη ανάγκη. Αυτοί, βλέπετε, µπορούν πιο εύκολα να τα βγάλουν πέρα µε τις γραφειοκρατικές διαδικασίες και τα τείχη σιωπής που καλύπτουν τις προνοιακές παροχές και τη διάχυσή τους στους ωφελούµενους. Οι λιγότερο ευνοηµένοι και «δικτυωµένοι» δαπανούν µεγάλο µέρος του εισοδήµατός τους για κοινωνικές υπηρεσίες. 
Το δίληµµα εποµένως δεν είναι περισσότερο ή λιγότερο ∆ηµόσιο, αλλά η µετάβαση σ’ ένα παραγωγικό ∆ηµόσιο στην κατεύθυνση της αντικατάστασης του κράτους πρόνοιας των επιδοµατικών πολιτικών από αυτό των ποιοτικών υπηρεσιών. 

*Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι αναπληρωµατικός
επιστηµονικός διευθυντής στο ΙΣΤΑΜΕ
Δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ 27/11/2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου