...

...

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Τηλεόραση και εξουσία - Οι συχνότητες και η διαπλοκή

Του ΜΙΧΑΛΗ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ*


Στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες, πάντοτε υπήρχαν φαινόμενα διαπλοκής μεταξύ της πολιτικής εξουσίας, των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (της λεγόμενης τέταρτης εξουσίας) και της οικονομικής εξουσίας (του λεγόμενου μεγάλου κεφαλαίου). Τα τελευταία, όμως, χρόνια το φαινόμενο αυτό έχει πάρει στη χώρα μας τέτοιες διαστάσεις, που αλλοιώνουν το δημοκρατικό μας πολίτευμα.
 Χαρακτηριστικό της καινοφανούς αυτής κατάστασης είναι ότι κυριαρχεί η ισχύς της ιδιωτικής τηλεόρασης. Πρόκειται για μια εξουσία αυτόκλητη, εξουσία που δεν αντλεί την ύπαρξή της από τον λαό, μια εξουσία μπροστά στην οποία πολλοί πολιτικοί (με υπαρκτές σημαντικές, βέβαια, εξαιρέσεις), δηλαδή εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του λαού, κύπτουν τον αυχένα.
Επίσης, παράγοντες της πολιτικής εξουσίας και κοινωνικών φορέων, ακόμη και εκπρόσωποι κομμάτων (και μάλιστα του κυβερνητικού), βουλευτές, πρώην δικαστές, δικηγόροι, πανεπιστημιακοί είναι θαμώνες επιλήψιμων και χαμηλής ποιότητας εκπομπών και θέτουν το κύρος τους στην υπηρεσία τους, νομιμοποιώντας τες και ενισχύοντας τη διαβλητή δύναμή τους.
Χαρακτηριστικό είναι ακόμη ότι η παρούσα κυβέρνηση προέβη σε σημαντικές πολιτικές κινήσεις (π.χ. απολύσεις υψηλόβαθμων στελεχών του κρατικού μηχανισμού) αμέσως μετά από τηλεοπτικές εκπομπές. Ο φόβος της τηλεόρασης και όχι ουσιαστικά κριτήρια προκαλούν τη λήψη πολιτικών αποφάσεων.
Τα ΜΜΕ εκβιάζουν την πολιτική εξουσία, πολλές φορές με ύφος αλαζονικό, αλλά και με παράνομες συμπεριφορές. Κρυφές κάμερες, κρυφή ηχογράφηση, που κατά παραβίαση του ποινικού κώδικα και του νόμου για την προστασία των προσωπικών δεδομένων (καθώς και του Συντάγματος) βιντεοσκοπούν τις πιο ιδιωτικές στιγμές προσώπων, για να εκβιάσουν, κερδοσκοπήσουν κ.λπ. 
Η κλειδαρότρυπα στο προσκήνιο. Το ίδιο και ο διασυρμός της τιμής και υπόληψης προσώπων που επιλεκτικά οι τηλεδικαστές αποφασίζουν να διαπομπεύσουν, ενώ επίσης επιλεκτικά αποσιωπούν άλλες, βαρύτερες καταστάσεις. 
Βεβαίως, οι ίδιες εκπομπές αποκαλύπτουν και πραγματικά σκάνδαλα. Τους χρειάζεται αυτό ως άλλοθι για να δημιουργήσουν την εντύπωση του αξιόπιστου τιμητή των πάντων. Και για όλα αυτά υπάρχει σε μεγάλη έκταση ατιμωρησία για την οποία μάλιστα επαίρονται οι παρανομούντες. Αλλά και όταν είναι καταδικασμένοι (και μάλιστα επανειλημμένα) ως συκοφάντες και πάλι επαίρονται, και πάλι εμφανίζονται ως αξιόπιστοι τιμητές των πάντων. 
Έτσι φθάσαμε στο νοσηρό φαινόμενο των τηλεδικαστών, τηλεεισαγγελέων, τηλεανακριτών που οικειοποιούνται αρμοδιότητες των συντεταγμένων οργάνων της Πολιτείας και που εύστοχα αποκληθήκαν «παρακράτος». 
Είναι μια de facto εξουσία που, χωρίς ηθικές αναστολές, θέτει τον εαυτό της πάνω από τους συνταγματικούς θεσμούς, πάνω από την έννομη τάξη. Και έρχεται στο στόμα του ανήσυχου πολίτη να επαναλάβει το ερώτημα που είχε διατυπώσει στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όταν συνειδητοποίησε την ισχύ του τότε παρακράτους: «Ποιος διοικεί επιτέλους αυτόν τον τόπο;».
Το δυσάρεστο είναι ότι υπάρχει εκτεταμένη ανοχή σ' αυτήν την παθολογική και αντιδημοκρατική κατάσταση. Υπάρχει ένα είδος μιθριδατισμού. Εχουμε εξοικειωθεί με το φαινόμενο σαν να ήταν φυσιολογικό και δεν αντιδρούμε, πλην λίγων εξαιρέσεων. Το φάρμακο δεν είναι στο τηλεκοντρόλ (όπως συχνά λέγεται), δηλαδή στο χέρι του τηλεθεατή που μπορεί να αποφεύγει να βλέπει αυτές τις συνηθισμένες πια εκπομπές. Ο μέσος πολίτης προσφεύγει έτσι κι αλλιώς στην τηλεόραση σαν ένα άνετο μέσο ψυχαγωγίας, που το έχει δωρεάν στο σπίτι του, και γίνεται παθητικός δέκτης αυτών που μεταδίδονται. Ούτε είναι αποτελεσματικό να εκφέρουμε μόνο λόγια κατά του φαινομένου αυτού και να το καταδικάζουμε φραστικά. Χρειάζονται συγκεκριμένα μέτρα.
Το κλειδί, κατά τη γνώμη μου, βρίσκεται στο θέμα της αδειοδότησης για τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, δηλαδή της παραχώρησης των συχνοτήτων που αποτελούν δημόσιο αγαθό και ανήκουν στην ολότητα της κοινωνίας εκπροσωπούμενης από το κράτος. Δείγμα της διαπλοκής που βαρύνει τα αρμόδια κυβερνητικά όργανα των τελευταίων είκοσι ετών είναι ότι παραμένουμε ακόμη σε προσωρινές παρατάσεις της άδειας για τους λειτουργούντες σταθμούς, χωρίς εφαρμογή των κριτηρίων για το ποιος αξίζει πράγματι να πάρει την άδεια. 
Τα κριτήρια αυτά είναι κυρίως τα προβλεπόμενα στο άρθρο 15 του Συντάγματος, και συγκεκριμένα «η αντικειμενικότητα και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων», «η ποιοτική στάθμη των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας», καθώς και «ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου και η προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας». 
Αν πάρουμε στα σοβαρά το Σύνταγμά μας και εφαρμόσουμε τα κριτήρια αυτά, νομίζω ότι ελάχιστοι από τους λειτουργούντες τηλεοπτικούς σταθμούς θα έπαιρναν άδεια. 
Έτσι θα περνούσε το μήνυμα στους νέους αδειούχους ότι η τήρηση των κριτηρίων αυτών είναι η βασική προϋπόθεση για να παραχωρηθούν συχνότητες. Αλλωστε, είναι αντισυνταγματικό και θυμίζει την ισόβια και κληρονομική βασιλική εξουσία να έχουν αυτή την πανίσχυρη τηλε-εξουσία πάντοτε τα ίδια πρόσωπα, χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση και χωρίς να τους μετακινεί κανείς από τον θώκο τους (καλύτερα από τον θρόνο τους). 
Το ότι έχει ασκήσει κάποιος επί πολλά χρόνια αυτήν την εξουσία, κατά παραχώρηση των συχνοτήτων από την Πολιτεία, έπρεπε να είναι επαρκής λόγος για την αντικατάστασή τους. Ενας καινούριος παραχωρησιούχος τουλάχιστον δεν βαρύνεται με κακό παρελθόν. Θα δοκιμασθεί μήπως κάνει καλύτερη χρήση του δημόσιου αγαθού που του παραχωρήθηκε. Η εναλλαγή άλλωστε στην εξουσία, στην όποια εξουσία, είναι δημοκρατική επιταγή

*Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ είναι καθηγητής Νομικής και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης.
Δημοσιεύθηκε στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 03/02/2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου