...

...

Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Η πολιτική του φόβου

Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο του σλοβένου φιλοσόφου Σλάβοϊ Ζίζεκ «La violenza invisibile» (Rizzoli, 2007).
Η μορφή της πολιτικής που κυριαρχεί σήμερα είναι η μεταπολιτική βιοπολιτική (η έκφραση είναι ένα παράδειγμα θεωρητικής αργκό που προκαλεί δέος και η οποία ωστόσο μπορεί εύκολα να εξηγηθεί).
Η «μεταπολιτική» είναι μια πολιτική η οποία υποστηρίζει ότι υπερβαίνει τους παλιούς ιδεολογικούς αγώνες, για να επικεντρωθεί αντίθετα σε μιαν αποτελεσματική διαχείριση και διοίκηση, ενώ η «βιοπολιτική» ορίζει ως κύριο στόχο της τη ρύθμιση της ασφάλειας και της ευημερίας των ανθρώπινων ζωών. Είναι σαφές το με ποιον τρόπο αυτές οι δύο διαστάσεις επικαλύπτονται.
Από τη στιγμή που απαρνούμαστε τις μεγάλες ιδεολογικές υποθέσεις, αυτό που απομένει είναι μόνον η αποτελεσματική διοίκηση της ζωής... ή σχεδόν μόνον αυτό.
Με άλλα λόγια, όταν το βασικό επίπεδο της πολιτικής αποτελείται από τις αποπολιτικοποιημένες και κοινωνικά αντικειμενικές δραστηριότητες μιας αποτελεσματικής διοίκησης και ενός συντονισμού των συμφερόντων, ο μοναδικός τρόπος για να εισαχθεί πάθος σε αυτό το πεδίο, για να κινητοποιηθούν ενεργητικά οι άνθρωποι, είναι ο φόβος, που αποτελεί θεμελιώδη συνιστώσα της σύγχρονης υποκειμενικότητας. Γι' αυτό το λόγο η βιοπολιτική είναι ουσιαστικά μια πολιτική του φόβου, που επικεντρώνεται στην άμυνα ενάντια σε ενδεχόμενες ζημιές ή ενοχλήσεις.
Αυτό είναι που διακρίνει μια πολιτική ριζικής χειραφέτησης από το δικό μας πολιτικό status quo.
Εδώ δεν μιλάμε για τη διαφορά ανάμεσα σε δύο οράματα ή ανάμεσα σε δύο σύνολα αξιωμάτων, αλλά για τη διαφορά ανάμεσα στην πολιτική που βασίζεται σε μια σειρά οικουμενικών αξιωμάτων και σε μια πολιτική η οποία αρνείται την ίδια τη διάσταση που συγκροτεί αυτό που είναι πολιτικό, στηριζόμενη στο φόβο ως έσχατη δυνατότητα κινητοποίησης· το φόβο των μεταναστών, του εγκλήματος, της απάνθρωπης σεξουαλικής διαστροφής, του υπερβολικά μεγάλου κράτους με το φορτίο της βαριάς φορολογίας του, των οικολογικών καταστροφών, των ζημιών. Η «πολιτική ορθότητα» είναι η χαρακτηριστική προοδευτική μορφή της πολιτικής του φόβου. Μια τέτοια (μετα-)πολιτική βασίζεται πάντοτε στη χειραγώγηση ενός παράλογου όχλου ή πλήθους. Είναι η τρομοκρατική κινητοποίηση ενός τρομοκρατημένου λαού.
Έτσι, το μεγάλο γεγονός του 2006 υπήρξε η γενικευμένη υιοθέτηση των πολιτικών ενάντια στη μετανάστευση με το κόψιμο του ομφάλιου λώρου που τις συνέδεε με τα μικρά κόμματα της άκρας δεξιάς. Από τη Γαλλία ώς τη Γερμανία, από την Αυστρία ώς την Ολλανδία, στο νέο πνεύμα μιας υπερήφανης διεκδίκησης πολιτισμικής και ιστορικής ταυτότητας, τα πιο σημαντικά κόμματα θεώρησαν τώρα αποδεκτό το να υπογραμμίζουν ότι οι μετανάστες είναι φιλοξενούμενοι και ως τέτοιοι οφείλουν να συμμορφώνονται στις πολιτισμικές αξίες οι οποίες ορίζουν την κοινωνία που τους φιλοξενεί: «Είναι η χώρα μας, ή την αγαπάτε ή φεύγετε».
Η σημερινή προοδευτική ανεκτικότητα προς τους άλλους, ο σεβασμός της διαφορετικότητας και το άνοιγμα προς αυτήν, συνοδεύονται σε αντίστιξη από ένα μανιώδη φόβο μήπως μας ενοχλήσουν. Με δυο λόγια, όλα καλά με τον Αλλον, υπό τον όρο ότι δεν θα ανακατεύεται στις υποθέσεις μας υπό τον όρο ότι αυτός ο Αλλος δεν θα είναι αληθινά ένας άλλος. Η ανεκτικότητα συμπίπτει έτσι με το αντίθετό της. Το χρέος μου να είμαι ανεκτικός προς τον άλλον σημαίνει στην πραγματικότητα ότι δεν θα πρέπει να τον πλησιάζω πολύ, να μπαίνω στο δικό του χώρο. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να σέβομαι το ότι δεν είναι ανεκτικός απέναντι σε μια δική μου υπερβολική εγγύτητα. Αυτό που εμφανίζεται όλο και περισσότερο ως το θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα να μη μας ενοχλούν, δηλαδή το δικαίωμα να μη μας ενοχλούν, δηλαδή το δικαίωμα να παραμένουμε σε μιαν απόσταση ασφαλείας από τους άλλους.
Στη μεταπολιτική βιοπολιτική υπάρχουν δύο πλευρές που δεν μπορούν παρά να ανήκουν σε δύο αντιτιθέμενες ιδεολογικές περιοχές. Εκείνη της υποβάθμισης των ανθρώπινων υπάρξεων σε «γυμνή ζωή», σε Homo sacer, σε αυτόν που είναι ιερός, το αντικείμενο ειδικών γνώσεων όσων ασχολούνται με το ιερό, αλλά στερείται κάθε δικαιώματος, όπως οι κρατούμενοι του Γκουαντάναμο και τα θύματα του Ολοκαυτώματος. Και εκείνη του σεβασμού για τον τρωτό Αλλο, ενός σεβασμού που οδηγείται στα άκρα μέσα από μια στάση ναρκισσιστικής υποκειμενικότητας η οποία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως τρωτό, εκτεθειμένο διαρκώς σε μια ποσότητα δυνητικών «ενοχλήσεων».
Μπορεί να υπάρξει πιο καθαρή αντίθεση από εκείνη ανάμεσα στο σεβασμό για την τρωτότητα του Αλλου και στην υποβάθμιση του άλλου σε «γυμνή ζωή» που ρυθμίζεται από μιαν αρμόδια διοικητική αρχή; Μήπως όμως αυτές οι δύο στάσεις πηγάζουν ούτε λίγο ούτε πολύ από μια και μοναδική πηγή; Μήπως είναι δύο όψεις μιας και μοναδικής βαθύτερης στάσης; Μήπως συμπίπτουν με εκείνο που νιώθουμε τον πειρασμό να ορίσουμε ως τη σύγχρονη εκδοχή εκείνης της εγελιανής «άπειρης κρίσης» που διακηρύσσει την ταυτότητα των αντιθέτων; Αυτό που εξομοιώνει αυτούς τους δύο πόλους είναι η υπολανθάνουσα άρνηση μιας οποιασδήποτε ανώτερης υπόθεσης, η ιδέα ότι ο τελικός σκοπός της ζωής είναι η ίδια η ζωή. Γι' αυτό και δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στο σεβασμό για τον τρωτό Αλλο και στο ότι είμαστε διατεθειμένοι να δικαιολογήσουμε τα βασανιστήρια, που αποτελούν ακραία έκφραση της μεταχείρισης του ατόμου ως Homo sacer.

Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
Δημοσιεύθηκε στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 13/01/2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου